- μερίσαι
- μερίζωdivideaor inf actμερίσαῑ , μερίζωdivideaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέρισαι — μερίζω divide aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορώ — μορῶ, έω (Α) [μόρος] 1. κάνω κάτι με δυσκολία, με κόπο 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μορῆσαι μερίσαι» β) «ἐλθεῑν» γ) «μεμορημένον ησκημένον, πεπονημένον» («πυρός μεμορημένος» ψημένος στη φωτιά, Νικ. Αλεξ.) … Dictionary of Greek